Отталкивать στα ελληνικά
Μετάφραση: отталкивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώχνω, σπρώξιμο, απωθούν, αποκρούσει, απωθήσουν, αποκρούουν, απώθηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выделка στα ελληνικά - άρθρο, κατασκευάζω, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
- группировать στα ελληνικά - ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, ...
- дивергентный στα ελληνικά - αποκλίνουσες, αποκλίνοντα, αποκλίνουσα, αποκλινουσών, αποκλινόντων
- дремотный στα ελληνικά - νυσταγμένος, μαχμουρλής, μισοκοιμισμένος, υπνηλία, υπνηλίας, προκαλεί υπνηλία, νυσταγμένοι
Τυχαίες λέξεις
Отталкивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, σπρώξιμο, απωθούν, αποκρούσει, απωθήσουν, αποκρούουν, απώθηση
Μεταφράσεις: σπρώχνω, σπρώξιμο, απωθούν, αποκρούσει, απωθήσουν, αποκρούουν, απώθηση