Оттащить στα ελληνικά
Μετάφραση: оттащить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρνω, τράβηγμα, τραβώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гальванопокрытие στα ελληνικά - ηλεκτρολυτικής, επιμετάλλωση, ηλεκτρολυτική, ηλεκτρόλυση, με ηλεκτρόλυση
- гангрена στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
- грабштихель στα ελληνικά - grabshtihel
- достопочтенный στα ελληνικά - άξιος, σεπτός, Hon, γλυκέ μου, επίτιμος, γλυκέ, ομ
Τυχαίες λέξεις
Оттащить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρνω, τράβηγμα, τραβώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
Μεταφράσεις: σέρνω, τράβηγμα, τραβώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση