Отточить στα ελληνικά
Μετάφραση: отточить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, ακονίζω, ακονίσετε, ακονίσετε τις, ακονίσει, τονωθεί η ανταγωνιστικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благородство στα ελληνικά - μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, αριστοκρατία, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
- врозь στα ελληνικά - χωριστά, χώρια, εκτός, πέρα, πέραν
- далеко στα ελληνικά - μακριά, πολύ μακριά, πιο μακριά, μακρυά, μακρινή
- долговечность στα ελληνικά - βίος, ζωή, ισόβιος, αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Отточить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, ακονίσετε, ακονίσετε τις, ακονίσει, τονωθεί η ανταγωνιστικότητα
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, ακονίσετε, ακονίσετε τις, ακονίσει, τονωθεί η ανταγωνιστικότητα