Отхаживать στα ελληνικά
Μετάφραση: отхаживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, θεραπεύω, επουλώνω, παστώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, αλατίζω, othazhivali
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возбужденно στα ελληνικά - heatedly, ζέση
- вручать στα ελληνικά - χέρι, παραδίδω, δίνω, παραδίνω, δείκτης, εκφωνώ, πλευρά, ...
- грешно στα ελληνικά - αμαρτία, αμαρτίας, την αμαρτία, η αμαρτία, αμάρτημα
- жизнь στα ελληνικά - ύπαρξη, ανάσα, βίος, όν, ισόβιος, ζωή, αναπνοή, ...
Τυχαίες λέξεις
Отхаживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, θεραπεύω, επουλώνω, παστώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, αλατίζω, othazhivali
Μεταφράσεις: καπνίζω, θεραπεύω, επουλώνω, παστώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, αλατίζω, othazhivali