Отчасти στα ελληνικά

Μετάφραση: отчасти, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική
Отчасти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспрепятственный στα ελληνικά - ευχερής, εύστροφος, εύγλωττος, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ...
  • везти στα ελληνικά - μεταφέρω, κουβαλώ, παίρνω, συνεπαίρνω, μεταφορά, μεταφέρουν, φέρουν, ...
  • владычествовать στα ελληνικά - λικνίζομαι, κανόνας, βασιλεύω, αποφασίζω, ταλαντεύομαι, πείθω, ιθύνω, ...
  • жатка στα ελληνικά - θεριστής, θεριστική μηχανή, Reaper, θεριστή, θεριστική
Τυχαίες λέξεις
Отчасти στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική