Официант στα ελληνικά

Μετάφραση: официант, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θαλαμηπόλος, τραπεζοκόμος, επιστάτης, οικονόμος, σερβιτόρος, σερβιτόρο, σερβιτόρου, ο σερβιτόρος, γκαρσόνι
Официант στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гегельянец στα ελληνικά - Εγελιανό, εγελιανή, εγελιανής, χεγκελιανό, Χεγκελιανή
  • годиться στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, κοστούμι, είμαι, κάνω, βολεύω, εξυπηρετώ, ...
  • громящий στα ελληνικά - fulminatory
  • женщина στα ελληνικά - κορίτσι, γυναίκα, κυρία, σύζυγος, θηλυκός, κότα, γυναίκας, ...
Τυχαίες λέξεις
Официант στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θαλαμηπόλος, τραπεζοκόμος, επιστάτης, οικονόμος, σερβιτόρος, σερβιτόρο, σερβιτόρου, ο σερβιτόρος, γκαρσόνι