Охватить στα ελληνικά
Μετάφραση: охватить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπερνώ, αγκαλιάζω, κατέχω, νικημένος, κατάσχω, περιλαμβάνω, αγκάλιασμα, αιχμαλωσία, έχω, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алтарь στα ελληνικά - βωμός, καταφύγιο, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
- булочная στα ελληνικά - αρτοποιείο, φούρνος, αρτοποιίας, φούρνο, Bakery
- гвинея-бисау στα ελληνικά - Γουινέα, χοιρίδια, Γουινέας, χοιριδίου, χοιρίδιο
- забыть στα ελληνικά - ξεχνώ, ξεπεράσω, το ξεπεράσω, να πάρει πάνω, πάρει πάνω, να πάρει πάνω από
Τυχαίες λέξεις
Охватить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, αγκαλιάζω, κατέχω, νικημένος, κατάσχω, περιλαμβάνω, αγκάλιασμα, αιχμαλωσία, έχω, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, αγκαλιάζω, κατέχω, νικημένος, κατάσχω, περιλαμβάνω, αγκάλιασμα, αιχμαλωσία, έχω, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης