Охватывать στα ελληνικά
Μετάφραση: охватывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκάλιασμα, καλύπτω, κατάσχω, καταλαμβάνω, διαπερνώ, αγκαλιάζω, πλαταγίζω, έχω, προσπερνώ, κατέχω, γύρος, περιλαμβάνω, παφλάζω, ξεπερνώ, γόνατα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арифметика στα ελληνικά - αριθμητική, μαθηματικά, αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητικής, αριθμητικού
- ведренный στα ελληνικά - πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, Vedren
- воскресенье στα ελληνικά - ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, Κυριακή, Κυριακής, της Κυριακής, την Κυριακή
- выпот στα ελληνικά - διάχυση, εκροή, συλλογή, έκχυση, διάχυσης
Τυχαίες λέξεις
Охватывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκάλιασμα, καλύπτω, κατάσχω, καταλαμβάνω, διαπερνώ, αγκαλιάζω, πλαταγίζω, έχω, προσπερνώ, κατέχω, γύρος, περιλαμβάνω, παφλάζω, ξεπερνώ, γόνατα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις: αγκάλιασμα, καλύπτω, κατάσχω, καταλαμβάνω, διαπερνώ, αγκαλιάζω, πλαταγίζω, έχω, προσπερνώ, κατέχω, γύρος, περιλαμβάνω, παφλάζω, ξεπερνώ, γόνατα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης