Λέξη: επιφυλακτικότητα

Σχετικές λέξεις: επιφυλακτικότητα

επιφυλακτικότητα στα αγγλικά

Συνώνυμα: επιφυλακτικότητα

επιφυλακτικότης

Μεταφράσεις: επιφυλακτικότητα

επιφυλακτικότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reticence, aloofness, caution, reluctance, skepticism

επιφυλακτικότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
distanciamiento, alejamiento, retraimiento, actitud distante, indiferencia

επιφυλακτικότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschwiegenheit, Unnahbarkeit, Zurückhaltung, Distanz, Distanziertheit

επιφυλακτικότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
taciturnité, réticence, discrétion, réserve, attitude distante, distanciation, froideur, aloofness

επιφυλακτικότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reticenza, distacco, freddezza, indifferenza, aloofness, il distacco

επιφυλακτικότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indiferença, desinteresse, distanciamento, aloofness, alheamento

επιφυλακτικότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gereserveerdheid, afstandelijkheid, afzijdigheid, aloofness, distantie

επιφυλακτικότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молчаливость, умалчивание, неразговорчивость, недомолвка, сдержанность, скрытность, отчужденность, отстраненность, отчуждение, отрешенность, отчужденности

επιφυλακτικότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reserverthet, aloofness, Dermed forkastet, fjernhet

επιφυλακτικότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
distanse, distansering, aloofness, privatliv, högdragenhet

επιφυλακτικότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pidättyvyys, kylmäkiskoisuus, aloofness, välinpitämättömyys

επιφυλακτικότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjernhed, reserverthed, distance, afstandtagen, aloofness

επιφυλακτικότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nemluvnost, nesdílnost, málomluvnost, mlčenlivost, lhostejnost, odstup, odměřenost, nedosažitelnost

επιφυλακτικότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
małomówność, niedomówienie, rezerwa, izolacjonizm, aloofness

επιφυλακτικότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elhallgatás, tartózkodás, távolságtartással, távolságtartás, távolságtartás az, távolságtartással viszonyulunk

επιφυλακτικότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sokulmama, aloofness, bumesafe koyma, mesafe koyma, dış dünyadan uzaklık

επιφυλακτικότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хороший, добрячий, утримуючий, гарний, відчуженість

επιφυλακτικότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ftohtësi

επιφυλακτικότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изолираност, дистанция, отчужденост

επιφυλακτικότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчужанасць, адчужанасьці

επιφυλακτικότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osavõtmatus, eemalehoidumine, äraolev, endassesulguvus, hoitusest

επιφυλακτικότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rezerviranost, uzdržljivost, povučenost, aloofness

επιφυλακτικότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þagmælska, aloofness

επιφυλακτικότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Abejingas, Turēšanās savrup

επιφυλακτικότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
norobežošanās, turēšanās savrup

επιφυλακτικότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изолираност, резервираност, вмешување, на вмешување, недостиг на вмешување

επιφυλακτικότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
detasarea

επιφυλακτικότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diskrétnost, Rezerviranost

επιφυλακτικότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ľahostajnosť, ľahostajnosti
Τυχαίες λέξεις