Охорашиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: охорашиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοφίο, φτερό, ohorashivatsya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессердечие στα ελληνικά - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
- выпор στα ελληνικά - μετώπη, σωλήνα ανύψωσης, ανερχόμενου αυλού, κατακόρυφου αγωγού, riser
- галёрка στα ελληνικά - θεωρείο, πινακοθήκη, Οι θεοί, θεοί, των θεών, Oι θεοί, και οι θεοί
- дельфин στα ελληνικά - δελφίνι, Dolphin, δελφινιών, δελφίνια, των δελφινιών
Τυχαίες λέξεις
Охорашиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοφίο, φτερό, ohorashivatsya
Μεταφράσεις: λοφίο, φτερό, ohorashivatsya