Оцарапать στα ελληνικά
Μετάφραση: оцарапать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυχή, σχίζω, ξύνω, σκίζω, γρατσουνιά, δάκρυ, γρατσουνίζω, Scratch, μηδέν, το μηδέν, γρατσουνιές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брандспойт στα ελληνικά - μάνικα, σωλήνα, εύκαμπτος σωλήνας, εύκαμπτο σωλήνα, εύκαμπτου σωλήνα
- выпячивание στα ελληνικά - προεξοχή, προεξοχής, προεκβολή, η προεξοχή, την προεξοχή
- гематология στα ελληνικά - αιματολογία, αιματολογίας, αιματολογικές, αιματολογικό, αιματολογικούς
- домишко στα ελληνικά - σπιτάκι, μικρό σπίτι, μικρό σπιτάκι, το μικρό σπίτι, λιλιπούτειο σπιτάκι
Τυχαίες λέξεις
Оцарапать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυχή, σχίζω, ξύνω, σκίζω, γρατσουνιά, δάκρυ, γρατσουνίζω, Scratch, μηδέν, το μηδέν, γρατσουνιές
Μεταφράσεις: αμυχή, σχίζω, ξύνω, σκίζω, γρατσουνιά, δάκρυ, γρατσουνίζω, Scratch, μηδέν, το μηδέν, γρατσουνιές