Очистить στα ελληνικά
Μετάφραση: очистить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεηλατώ, βελτιώνω, ραφινάρω, εκκαθαρίζω, καθαρίζω, εκκενώνω, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- болевой στα ελληνικά - πικρός, δριμύς, αλγεινός, οδυνηρός, επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, ...
- внутренность στα ελληνικά - εσωτερικό, πυρήνας, μέσα, εντός, στο εσωτερικό, μέσα σε
- высокодоходный στα ελληνικά - επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
- дракон στα ελληνικά - δράκος, δράκων, δράκοντας, δράκο, δράκου
Τυχαίες λέξεις
Очистить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεηλατώ, βελτιώνω, ραφινάρω, εκκαθαρίζω, καθαρίζω, εκκενώνω, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Μεταφράσεις: λεηλατώ, βελτιώνω, ραφινάρω, εκκαθαρίζω, καθαρίζω, εκκενώνω, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές