Ошеломлять στα ελληνικά

Μετάφραση: ошеломлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρούση, πνίγω, σοκ, κραδασμός, ζαλίζω, συντρίβω, αποβλακώνω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις
Ошеломлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акваплан στα ελληνικά - aquaplane
  • военнопленный στα ελληνικά - δέσμιος, φυλακισμένος, αιχμάλωτος, αιχμάλωτος πόλεμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμαλώτου πολέμου, αιχμάλωτο πολέμου, ...
  • гипноз στα ελληνικά - ύπνωση, ύπνωσης, την ύπνωση, η ύπνωση, της ύπνωσης
  • дупло στα ελληνικά - τρύπα, κούφιος, βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κοιλότητα, κοίλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Ошеломлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρούση, πνίγω, σοκ, κραδασμός, ζαλίζω, συντρίβω, αποβλακώνω, κατακλύζω, συντρίψει, κατακλύσουν, κατακλύζουν, ξεπερνούν τις