Ощутительный στα ελληνικά
Μετάφραση: ощутительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισθητός, απτός, χειροπιαστός, ψηλαφητός, ψηλαφητή, χειροπιαστή, ψηλαφητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аляповатый στα ελληνικά - χονδροειδής, αγροίκος, μικροπρεπής, πρόχειρος, ακατέργαστος, σκληρός, τραχύς, ...
- верификация στα ελληνικά - επαλήθευση, επαλήθευσης, ελέγχου, έλεγχο, εξακρίβωση
- втекающий στα ελληνικά - εισροής, εισρέοντα, εισρέοντος, εισρέον, εισροή
- гиперинфляция στα ελληνικά - υπερπληθωρισμός, υπερπληθωρισμό, υπερπληθωρισμού, ο υπερπληθωρισμός, υπερδιάταση
Τυχαίες λέξεις
Ощутительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισθητός, απτός, χειροπιαστός, ψηλαφητός, ψηλαφητή, χειροπιαστή, ψηλαφητό
Μεταφράσεις: αισθητός, απτός, χειροπιαστός, ψηλαφητός, ψηλαφητή, χειροπιαστή, ψηλαφητό