Панибратский στα ελληνικά

Μετάφραση: панибратский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειωμένος, παλιόφιλος, παλιoύ γνώριμου, σύντροφος, παρεοκρατικός
Панибратский στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амортизировать στα ελληνικά - απορροφώ, εξαγοράζω, ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση
  • аэростатика στα ελληνικά - αεροστατική
  • вокзал στα ελληνικά - τέρμα, σταθμός, σιδηροδρομικός σταθμός, σιδηροδρομικό σταθμό, το σιδηροδρομικό σταθμό, σιδηροδρομικού σταθμού, σιδηροδρομικό σταθμό του
  • декантировать στα ελληνικά - αποσταλάζω, μεταγγίζω, αποχέεται, αποχύστε, χύστε το υπερκείμενο υγρό
Τυχαίες λέξεις
Панибратский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, παλιόφιλος, παλιoύ γνώριμου, σύντροφος, παρεοκρατικός