Парик στα ελληνικά

Μετάφραση: парик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περούκα, περούκας, η περούκα, την περούκα
Парик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бездоказательный στα ελληνικά - αναπόδεικτος, αβάσιμες, αβάσιμους, αβάσιμων, ατεκμηρίωτη
  • вывинчивать στα ελληνικά - έρχομαι, ξεβιδώστε, ξεβιδώσει, ξεβιδώσετε, ξεβιδώνετε
  • выявить στα ελληνικά - επιφέρω, αποσπώ, ανακαλύπτω, φανερώνω, βγάζω, ανεύρεση, βρίσκω, ...
  • докучливый στα ελληνικά - δυσάρεστος, φορτικός, ενοχλητικός, ενοχλητική, ενοχλητικές, ενοχλητικό, ενοχλητικά
Τυχαίες λέξεις
Парик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περούκα, περούκας, η περούκα, την περούκα