Паровой στα ελληνικά
Μετάφραση: паровой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χέρσος, ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взводить στα ελληνικά - μπράτσο, όπλο, κόκορας, πετεινός, χέρι, εκκαθάριση, περάτωση, ...
- ворса στα ελληνικά - σωρός, Pile, στοίβα, Χνουδωτά, με πέλος
- дымный στα ελληνικά - καπνιστός, καπνιστή, smoky, καπνό, καπνιστού
- жеребёнок στα ελληνικά - πουλάρι, πώλου, το πουλάρι, foal, πουλαριού
Τυχαίες λέξεις
Паровой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χέρσος, ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
Μεταφράσεις: χέρσος, ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ