Пасовать στα ελληνικά

Μετάφραση: пасовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέρασμα, παραγωγή, στενά, κυκλοφορώ, περνώ, σοδειά, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει
Пасовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • артистизм στα ελληνικά - καλλιτεχνία, τέχνη, μεράκι, καλλιτεχνίας, καλλιτεχνική
  • гегельянец στα ελληνικά - Εγελιανό, εγελιανή, εγελιανής, χεγκελιανό, Χεγκελιανή
  • глуховатый στα ελληνικά - κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
  • евангелический στα ελληνικά - ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές
Τυχαίες λέξεις
Пасовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέρασμα, παραγωγή, στενά, κυκλοφορώ, περνώ, σοδειά, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει