Пастырский στα ελληνικά

Μετάφραση: пастырский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργικός, αναπληρωματικός, αντιπροσωπευτικός
Пастырский στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • армировать στα ελληνικά - ενισχύω
  • выпяченный στα ελληνικά - εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
  • гроза στα ελληνικά - τρικυμία, συμφορά, τρόμος, κίνδυνος, όλεθρος, καταστροφή, καταιγίδα, ...
  • диетный στα ελληνικά - θρεπτικός, θρεπτική, διατροφική, διατροφικές, θρεπτικές, διατροφικής
Τυχαίες λέξεις
Пастырский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργικός, αναπληρωματικός, αντιπροσωπευτικός