Пастырский στα ελληνικά
Μετάφραση: пастырский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργικός, αναπληρωματικός, αντιπροσωπευτικός
![Пастырский στα ελληνικά Пастырский στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-24984.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- армировать στα ελληνικά - ενισχύω
- выпяченный στα ελληνικά - εξαιρετικός, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
- гроза στα ελληνικά - τρικυμία, συμφορά, τρόμος, κίνδυνος, όλεθρος, καταστροφή, καταιγίδα, ...
- диетный στα ελληνικά - θρεπτικός, θρεπτική, διατροφική, διατροφικές, θρεπτικές, διατροφικής
Τυχαίες λέξεις
Пастырский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργικός, αναπληρωματικός, αντιπροσωπευτικός
Μεταφράσεις: υπουργικός, αναπληρωματικός, αντιπροσωπευτικός