Педантичный στα ελληνικά
Μετάφραση: педантичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχολαστικός, ευσυνείδητος, συγκεκριμένος, λεπτολόγος, ακριβολόγος, ακριβής, σχολαστικό, σχολαστικοί, τυπολατρεία, σχολαστικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безумный στα ελληνικά - κουζουλός, τρελούτσικος, ανόητος, άρρωστος, μανιακός, τρελός, έξαλλος, ...
- благообразный στα ελληνικά - ελκυστικός, ευπαρουσίαστος, όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου
- блестеть στα ελληνικά - λάμπω, λαμποκοπώ, γυαλίζω, αναλαμπή, μαρμαρυγή, αστράφτω, φεγγίζω, ...
- ведущий στα ελληνικά - κύριος, κορυφαίος, κορυφή, ηγετικός, οδηγεί, που οδηγεί, οδηγούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Педантичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχολαστικός, ευσυνείδητος, συγκεκριμένος, λεπτολόγος, ακριβολόγος, ακριβής, σχολαστικό, σχολαστικοί, τυπολατρεία, σχολαστικές
Μεταφράσεις: σχολαστικός, ευσυνείδητος, συγκεκριμένος, λεπτολόγος, ακριβολόγος, ακριβής, σχολαστικό, σχολαστικοί, τυπολατρεία, σχολαστικές