Пенсия στα ελληνικά
Μετάφραση: пенсия, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνταγή, σύνταξη, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бурить στα ελληνικά - τριβελίζω, ναυαγώ, τροχός, πλήττω, νεροχύτης, κοπή, βυθίζω, ...
- возликовать στα ελληνικά - χαίρομαι, προδίδω, πανηγυρίζω, χαίρονται, χαίρεται, χαιρόμαστε, χαρούν
- восхититься στα ελληνικά - θαυμάζω, θαυμάσετε, θαυμάσει, θαυμάσουν, να θαυμάσετε
- дифференциал στα ελληνικά - διαφορικός, απόκλιση, διαφορική, διαφορά, διαφορικής
Τυχαίες λέξεις
Пенсия στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνταγή, σύνταξη, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
Μεταφράσεις: συνταγή, σύνταξη, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης