Пепельный στα ελληνικά
Μετάφραση: пепельный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταχτής, ωχρός, τεφρώδης, τεφροειδής, στακτερός, ashy, στάχτης, σταχτί
Μεταφράσεις
- брыкание στα ελληνικά - εξακοντίζω, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
- встроенный στα ελληνικά - εντοιχισμένος, εφαρμοστός, ενσωματωμένο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένου
- вьючить στα ελληνικά - γεμίζω, φορτίζω, ζαλίκι, φόρτωση, φόρτωσης, φορτωτικής, φορτωτικές, ...
- двузначный στα ελληνικά - διφορούμενος, διψήφια, διψήφιο, διψήφιους, διψήφιας, διψήφιες
Τυχαίες λέξεις
Пепельный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταχτής, ωχρός, τεφρώδης, τεφροειδής, στακτερός, ashy, στάχτης, σταχτί
Μεταφράσεις: σταχτής, ωχρός, τεφρώδης, τεφροειδής, στακτερός, ashy, στάχτης, σταχτί