Первокурсник στα ελληνικά

Μετάφραση: первокурсник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, καινούριο, πρωτοετής, καινούριος, το καινούριο, πρωτοετών φοιτητών
Первокурсник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесполый στα ελληνικά - νεκρό, ουδέτερος, άφυλος, ασεξουαλικών, ασεξουαλική, μονογονική, μονογονικός
  • град στα ελληνικά - πτήση, χιονοστιβάδα, χείμαρρος, βροχή, φυγή, τρικυμία, χαλάζι, ...
  • диоптрия στα ελληνικά - διόπτρα, διόπτρας, διοπτρίας, διοπτριών, διοπτρία
  • дыхало στα ελληνικά - blowhole, μικρών διάκενων
Τυχαίες λέξεις
Первокурсник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, καινούριο, πρωτοετής, καινούριος, το καινούριο, πρωτοετών φοιτητών