Перевод στα ελληνικά
Μετάφραση: перевод, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέκβαση, κινώ, σαλεύω, τύπος, ερμηνεία, εκδοχή, έμβασμα, κίνηση, παρεκτροπή, διακόπτης, αλλάζω, αλλαγή, μετάφραση, μετακομίζω, μετατοπίζω, μετακινώ, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асфиксия στα ελληνικά - ασφυξία, ασφυξίας, την ασφυξία
- борзый στα ελληνικά - ταχεία, γρήγορη, άμεση, ταχείας, την ταχεία
- бытие στα ελληνικά - ύπαρξη, όν, οντότητα, είναι, να, να είναι, που είναι
- грузооборот στα ελληνικά - δοσοληψία, κυκλοφορία, κύκλος εργασιών, του κύκλου εργασιών, κύκλου εργασιών, ο κύκλος εργασιών, κύκλο εργασιών
Τυχαίες λέξεις
Перевод στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέκβαση, κινώ, σαλεύω, τύπος, ερμηνεία, εκδοχή, έμβασμα, κίνηση, παρεκτροπή, διακόπτης, αλλάζω, αλλαγή, μετάφραση, μετακομίζω, μετατοπίζω, μετακινώ, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές
Μεταφράσεις: παρέκβαση, κινώ, σαλεύω, τύπος, ερμηνεία, εκδοχή, έμβασμα, κίνηση, παρεκτροπή, διακόπτης, αλλάζω, αλλαγή, μετάφραση, μετακομίζω, μετατοπίζω, μετακινώ, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές