Έμβασμα στα ρωσικά
Μετάφραση: έμβασμα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предание, перевод, пересылка, пересказ, денежный перевод, денежных переводов, перевод денег, отправка деньги
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβασμα
έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό, έμβασμα σε λογαριασμό ετε, έμβασμα λεξικό, έμβασμα sepa, έμβασμα από κύπρο, έμβασμα λεξικό γλώσσας ρωσικά, έμβασμα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- έλος στα ρωσικά - заболотить, трясина, болото, багульник, заболачивать, голубика, фен, ...
- έλυτρο στα ρωσικά - кожура, вылущивать, шелушить, мякина, шелуха, вылущить, порушить, ...
- έμβολο στα ρωσικά - пистон, плунжер, клапан, поршень, поршня, поршневой, поршневые, ...
- έμβρυο στα ρωσικά - эмбрион, плод, зачаток, зародыш, плода, зародыша
Τυχαίες λέξεις
Έμβασμα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: предание, перевод, пересылка, пересказ, денежный перевод, денежных переводов, перевод денег, отправка деньги
Μεταφράσεις: предание, перевод, пересылка, пересказ, денежный перевод, денежных переводов, перевод денег, отправка деньги