Переволновать στα ελληνικά

Μετάφραση: переволновать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρομάζω, συναγερμός, ανησυχήσετε, να ανησυχεί, να ανησυχούν, ανησυχείται, να ανησυχούμε
Переволновать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдыхание στα ελληνικά - φιλοδοξία, απορρόφηση, βλέψη, εισπνοή, έμπνευση, εισπνοής, την εισπνοή, ...
  • вымогатель στα ελληνικά - καρχαρίας, εκβιαστής, extortionist, εκβιαστική
  • гадательный στα ελληνικά - αμφίβολος, εικαστικός, υποθετικός, εικαστική, εικαστικό, εικαστικών
  • группировать στα ελληνικά - ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, ...
Τυχαίες λέξεις
Переволновать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρομάζω, συναγερμός, ανησυχήσετε, να ανησυχεί, να ανησυχούν, ανησυχείται, να ανησυχούμε