Перевязывать στα ελληνικά

Μετάφραση: перевязывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνομαι, επίδεσμος, φόρεμα, ντύνω, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress
Перевязывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автобус στα ελληνικά - προπονητής, πούλμαν, άμαξα, προπονώ, λεωφορείο, λεωφορείων, λεωφορείου, ...
  • беспорядочный στα ελληνικά - ατημέλητος, χαώδης, ακατάστατος, ασυνάρτητος, άτακτος, ανακατεμένος, σύμμικτος, ...
  • бодрствующий στα ελληνικά - ξυπνώ, άγρυπνος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνιο, ξύπνια
  • деревянный στα ελληνικά - ξυλώδης, δασώδης, ξύλινος, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Перевязывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνομαι, επίδεσμος, φόρεμα, ντύνω, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, dress