Перегораживать στα ελληνικά
Μετάφραση: перегораживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωλυσιεργώ, στηρίγματα, παρακωλύω, κάγκελο, φράζω, φραγμός, εμποδίζω, μπαρ, στεγανοποιήσει, στεγανοποιήσει τις, στεγανοποιήσουν τις, χωρίσουμε τα, στεγανοποιήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- австрийский στα ελληνικά - αυστριακός, αυστριακή, αυστριακές, αυστριακό, αυστριακής
- благотворительность στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, πρόνοια, καλοσύνη, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, ...
- высосанный στα ελληνικά - αναρροφάται, αναρροφείται, πιπιλίσουν, αναρροφηθεί, αναρροφούνται
- вычитаемое στα ελληνικά - έκπτωση, αφαίρεση, αφαιρετέος
Τυχαίες λέξεις
Перегораживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωλυσιεργώ, στηρίγματα, παρακωλύω, κάγκελο, φράζω, φραγμός, εμποδίζω, μπαρ, στεγανοποιήσει, στεγανοποιήσει τις, στεγανοποιήσουν τις, χωρίσουμε τα, στεγανοποιήσουν
Μεταφράσεις: κωλυσιεργώ, στηρίγματα, παρακωλύω, κάγκελο, φράζω, φραγμός, εμποδίζω, μπαρ, στεγανοποιήσει, στεγανοποιήσει τις, στεγανοποιήσουν τις, χωρίσουμε τα, στεγανοποιήσουν