Перегородка στα ελληνικά
Μετάφραση: перегородка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεραρχία, φραγμός, διχασμός, φράγμα, εμπόδιο, μπάρα, διαίρεση, διχοτόμηση, χώρισμα, διαμέρισμα, κατάτμηση, διαχωριστικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- джин στα ελληνικά - τζιν, gin, εκκοκκισμού, το τζιν, εκκοκκιστήριο
- дужка στα ελληνικά - τράβηγμα, αυτί, αγκύλη, κρίκου, κρίκος, κρίκο, συνδετήρα, ...
- единокровность στα ελληνικά - συγγένεια αίματος, αιμομιξίας, συγγένειας, εξ αίματος συγγένεια
- жужжащий στα ελληνικά - βουητό, humming, βουίσει, να βουίσει, βόμβος
Τυχαίες λέξεις
Перегородка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεραρχία, φραγμός, διχασμός, φράγμα, εμπόδιο, μπάρα, διαίρεση, διχοτόμηση, χώρισμα, διαμέρισμα, κατάτμηση, διαχωριστικό
Μεταφράσεις: μεραρχία, φραγμός, διχασμός, φράγμα, εμπόδιο, μπάρα, διαίρεση, διχοτόμηση, χώρισμα, διαμέρισμα, κατάτμηση, διαχωριστικό