Перенимать στα ελληνικά

Μετάφραση: перенимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίρνω, υιοθετώ, αποδέχομαι, αναλάβει, να αναλάβει, αναλάβουν, αναλαμβάνει, αναλαμβάνουν
Перенимать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бобыль στα ελληνικά - άγαμος, απόφοιτος, Bachelor, εργένης, μπάτσελορ
  • впервые στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
  • выживать στα ελληνικά - επιζώ, τράβηγμα, αντικαθιστώ, τραβώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, ...
  • двухполюсный στα ελληνικά - διπολικός, διπολική, διπολικής, διπολικό, διπολικών
Τυχαίες λέξεις
Перенимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίρνω, υιοθετώ, αποδέχομαι, αναλάβει, να αναλάβει, αναλάβουν, αναλαμβάνει, αναλαμβάνουν