Переправлять στα ελληνικά
Μετάφραση: переправлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβιβάζω, παίρνω, μεταδίδω, διαβιβάζω, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει
Μεταφράσεις
- албания στα ελληνικά - Αλβανία, Αλβανίας, η αλβανία, την Αλβανία, της αλβανίας
- вместительность στα ελληνικά - ποσότητα, όγκος, φωνή, χωρητικότητα, ευρυχωρία, ευρυχωρίας, την ευρυχωρία, ...
- вой στα ελληνικά - ουρλιάζω, ουρλιαχτό, ουρλιάζουν, howl, κραυγή
- дидактизм στα ελληνικά - διδακτισμό, διδακτισμός, διδακτισμού, διδακτισμούς, ο διδακτισμός
Τυχαίες λέξεις
Переправлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβιβάζω, παίρνω, μεταδίδω, διαβιβάζω, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει
Μεταφράσεις: μεταβιβάζω, παίρνω, μεταδίδω, διαβιβάζω, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει