Перерыв στα ελληνικά
Μετάφραση: перерыв, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορά, ανακοπή, παύση, ανάπαυλα, αναστολή, κλάσμα, υπόλοιπος, ώρα, διακοπή, ορθογραφώ, ενόχληση, αναστάτωση, διάλειμμα, χρόνος, σπάζω, χάσμα, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гербарий στα ελληνικά - συλλογή ξηρών βοτάνων, ερμπαρίου, φυτολογίων, βοτανολόγιο, φυτολογίου
- дезинтеграция στα ελληνικά - αναστάτωση, αποσύνθεση, διάλυση, διάσπαση, αποσύνθεσης, διάσπασης
- доктрина στα ελληνικά - τύπος, δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
- жестко στα ελληνικά - σκληρός, σκληρή, δύσκολο, σκληρό, σκληρές
Τυχαίες λέξεις
Перерыв στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορά, ανακοπή, παύση, ανάπαυλα, αναστολή, κλάσμα, υπόλοιπος, ώρα, διακοπή, ορθογραφώ, ενόχληση, αναστάτωση, διάλειμμα, χρόνος, σπάζω, χάσμα, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Μεταφράσεις: φορά, ανακοπή, παύση, ανάπαυλα, αναστολή, κλάσμα, υπόλοιπος, ώρα, διακοπή, ορθογραφώ, ενόχληση, αναστάτωση, διάλειμμα, χρόνος, σπάζω, χάσμα, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο