Переставать στα ελληνικά

Μετάφραση: переставать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, παύω, στρώνω, ξαπλώνω, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, κατάπαυσης
Переставать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ангина στα ελληνικά - πονόλαιμος, πονόλαιμο, πόνο στο λαιμό, κυνάγχη, ερεθισμένο λαιμό
  • вспыльчивость στα ελληνικά - πιπέρι, πιπεριά, οξυθυμία
  • девчонка στα ελληνικά - κορίτσι, πατσαβούρα, κατσικάκι, παιδί, πιτσιρίκος, πόρνη, gal, ...
  • достать στα ελληνικά - ασφαλής, παίρνω, διασφαλίζω, εδραιώνω, φτάνω, αποκτώ, ασφαλίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Переставать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, παύω, στρώνω, ξαπλώνω, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, κατάπαυσης