Перестраивать στα ελληνικά
Μετάφραση: перестраивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαινίζω, ξανακτίζω, αναπροσαρμόζομαι, αποκαθιστώ, ανοικοδόμηση, ξαναχτίσουν, ανακατασκευή, ανοικοδομήσουν, την ανοικοδόμηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бигамия στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
- восторг στα ελληνικά - έκσταση, ενθουσιασμός, σπασμός, εντρυφώ, ευφροσύνη, μεταρσίωση, αιχμαλωσία, ...
- восьмигранный στα ελληνικά - οκτάεδρος, οκταεδρικού, οκταεδρικής, οκταεδρικές, οκταεδρικοί
- зависящий στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
Τυχαίες λέξεις
Перестраивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, ξανακτίζω, αναπροσαρμόζομαι, αποκαθιστώ, ανοικοδόμηση, ξαναχτίσουν, ανακατασκευή, ανοικοδομήσουν, την ανοικοδόμηση
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, ξανακτίζω, αναπροσαρμόζομαι, αποκαθιστώ, ανοικοδόμηση, ξαναχτίσουν, ανακατασκευή, ανοικοδομήσουν, την ανοικοδόμηση