Переходящий στα ελληνικά
Μετάφραση: переходящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιθωριακός, ενδιάμεσος, μεσαίος, παροδικός, μεταβατική, μεταβατικό, παροδική, μεταβατικές
Μεταφράσεις
- взбалтывать στα ελληνικά - κινώ, αναδεύω, κινούμαι, κουνώ, σαλεύω, ανακατεύω, ταραχή, ...
- взрастить στα ελληνικά - ράτσα, αναπαράγω, ζαρώνω, γεννοβολώ, πλέκω, θρέφω, μεγαλώνουν, ...
- внутриглазной στα ελληνικά - ενδοφθάλμια, ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιο, της ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιος
- вульгата στα ελληνικά - βουλγκάτα, Βουλγάτη, Βουλγάτα, Vulgate, βίβλος
Τυχαίες λέξεις
Переходящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιθωριακός, ενδιάμεσος, μεσαίος, παροδικός, μεταβατική, μεταβατικό, παροδική, μεταβατικές
Μεταφράσεις: περιθωριακός, ενδιάμεσος, μεσαίος, παροδικός, μεταβατική, μεταβατικό, παροδική, μεταβατικές