Печь στα ελληνικά
Μετάφραση: печь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φούρνος, καβουρντίζω, διακυμαίνομαι, καβουρδίζω, κουζίνα, εμβέλεια, φάσμα, κλίβανος, ψήνω, φούρνο, φούρνου, κλίβανο, κλιβάνου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вделать στα ελληνικά - φτιάχνω, είναι ενσωματωμένο, είναι ενσωματωμένη, ενσωματώνεται, έχει ενσωματωθεί, είναι ενσωματωμένος
- выгореть στα ελληνικά - καψαλίζω, καίω, σβήνω, καεί, καίγονται, φθαρεί, κάψει
- дания στα ελληνικά - Δανία, Δανίας, η Δανία, τη Δανία, της Δανίας
- диэлектрический στα ελληνικά - διηλεκτρικός, διηλεκτρικό, διηλεκτρική, διηλεκτρικού, διηλεκτρικής
Τυχαίες λέξεις
Печь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φούρνος, καβουρντίζω, διακυμαίνομαι, καβουρδίζω, κουζίνα, εμβέλεια, φάσμα, κλίβανος, ψήνω, φούρνο, φούρνου, κλίβανο, κλιβάνου
Μεταφράσεις: φούρνος, καβουρντίζω, διακυμαίνομαι, καβουρδίζω, κουζίνα, εμβέλεια, φάσμα, κλίβανος, ψήνω, φούρνο, φούρνου, κλίβανο, κλιβάνου