Пикетчик στα ελληνικά

Μετάφραση: пикетчик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλούκι, απεργοφύλαξ, φρουρώ, πασσαλώ, φρουρά
Пикетчик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вермонт στα ελληνικά - Βερμόντ, vermont, Βέρμοντ, το Βερμόντ, το Βέρμοντ
  • выделительный στα ελληνικά - απεκκριτικό, απεκκριτικού, απεκκριτικών, απέκκρισης-, απεκκριτικοα
  • дека στα ελληνικά - οδηγώ, κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
  • джерси στα ελληνικά - φανέλα, Jersey, Τζέρσεϊ, Τζέρσεϋ, Τζέρσι
Τυχαίες λέξεις
Пикетчик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλούκι, απεργοφύλαξ, φρουρώ, πασσαλώ, φρουρά