Питать στα ελληνικά

Μετάφραση: питать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παροχή, νοσοκόμα, τρέφω, θετός, σιτίζω, ταΐζω, φιλοξενώ, παραδίδω, καλλιεργώ, υιοθετώ, παρέχω, χορήγηση, τροφοδοτώ, υποφέρω, εκφωνώ, ανατρέφω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Питать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авиаспециалист στα ελληνικά - αεροπόρος, αεροπόρου, αεροπόρο, πιλότου, airman
  • бах στα ελληνικά - Bang, Έκρηξη, κτύπημα, Μπανγκ, της Bang
  • взвинчивать στα ελληνικά - εξογκώνω, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, φουσκώνω, δουλεύω, φουσκώνουν, ...
  • впутывать στα ελληνικά - περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω, εμπλέκομαι, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Питать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παροχή, νοσοκόμα, τρέφω, θετός, σιτίζω, ταΐζω, φιλοξενώ, παραδίδω, καλλιεργώ, υιοθετώ, παρέχω, χορήγηση, τροφοδοτώ, υποφέρω, εκφωνώ, ανατρέφω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών