Плавать στα ελληνικά
Μετάφραση: плавать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανί, επιπλέω, πλέω, κολυμπώ, φελλός, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Μεταφράσεις
- автократический στα ελληνικά - αυτοκρατορικός, αυταρχικός, απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά
- арестантская στα ελληνικά - κατάδικος, κατάδικο, κατάδικου, καταδίκων, κατάδικοι
- готический στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
- дезодоратор στα ελληνικά - αποσμητικό, αποσμητή, αποσμητής, αποσμήσεως, deodorizer
Τυχαίες λέξεις
Плавать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανί, επιπλέω, πλέω, κολυμπώ, φελλός, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Μεταφράσεις: πανί, επιπλέω, πλέω, κολυμπώ, φελλός, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε