Плачущий στα ελληνικά
Μετάφραση: плачущий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάμα, κλάψιμο, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε, φωνάξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ведение στα ελληνικά - εξουσία, φέρσιμο, έλεγχος, συμπεριφορά, διαγωγή, αυθεντία, εξουσιάζω, ...
- воодушевиться στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, ...
- выборочно στα ελληνικά - επιλεκτικά, επιλεκτική, εκλεκτικά, εκλεκτικώς, την επιλεκτική
- господь στα ελληνικά - θεός, λόρδος, αφέντης, άρχοντας, ο, η, το, ...
Τυχαίες λέξεις
Плачущий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάμα, κλάψιμο, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε, φωνάξει
Μεταφράσεις: κλάμα, κλάψιμο, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε, φωνάξει