Плодить στα ελληνικά

Μετάφραση: плодить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκομίζω, ράτσα, γεννοβολώ, παράγω, αναπαράγω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Плодить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атенеум στα ελληνικά - Athenaeum, Αθήναιον, ξενοδοχείο Athenaeum, του Athenaeum, Αθηναϊκής
  • гренадёр στα ελληνικά - γρεναδιέρος, γρεναδιέρο, γρεναδιέρου, μακρόουρου, γρεναδιέρους
  • дамаск στα ελληνικά - Δαμάσκο, Δαμασκό, Δαμασκού, Δαμασκός, τη Δαμασκό
  • доступный στα ελληνικά - προσηνής, διαθέσιμος, ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Плодить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκομίζω, ράτσα, γεννοβολώ, παράγω, αναπαράγω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί