Λέξη: πολλοί

Σχετικές λέξεις: πολλοί

πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πολλοί λατρεύουνε την τάξη, πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί, πολλοί φτιάχνουν ένα ψέμα για να σωθούν, πολλοί οι κλητοί ολίγοι οι εκλεκτοί, πολλοί νεκροί για μια κηδεία, πολλοί άνθρωποι ζουν γιατί απλά είναι παράνομο να τους πυροβολήσεις, πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι, πολλοί πολυμαθέες νόον ουκ έχουσιν, πολλοί άνθρωποι λένε σ' αγαπώ γιατί σε χρειάζομαι. λίγοι όμως λένε σε χρειάζομαι γιατί σε αγαπώ

Συνώνυμα: πολλοί

κοινά, κάτω βουλή, απλός λαός, αστοί

Μεταφράσεις: πολλοί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
many, plenty, a lot, lot, are many, lot of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lleno, abundancia, mucho, un montón, muchos, mucha, muchas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
menge, vielerlei, überfluss, viele, manches, viel, manche, genug, mancher, fülle, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quantité, surabondance, exubérance, bien, nombreux, plusieurs, suffisant, beaucoup, assez, foule, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sovrabbondanza, abbondanza, molti, dovizia, pienezza, tanto, un sacco, molto, molte
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assaz, tantos, manuscrito, bastante, muitos, muito, um monte, muitas, muita
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrij, genoeg, tamelijk, veel, basta, nogal, overvloed, vele, een heleboel, heel wat, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благосостояние, много-много, многие, немного, богато, благодать, множество, достаток, изобилие, избыток, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mange, mye, en masse, en rekke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
många, mycket, en hel, en hel del, en massa
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
useat, usea, kosolti, kylliksi, paljon, useita, moni, lukuisa, tarpeeksi, monta, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mange, en masse, meget, masser, megen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hodně, bohatství, mnozí, hojnost, nadbytek, množství, mnoho, spousta, moc, mnohem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obfitość, dużo, bardzo, multum, mnóstwo, wiele, o wiele, wielu, sporo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sok, egy csomó, sokat, sokkal, a sok
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kop, kan, bolluk, çok, bir sürü, bir çok, birçok, bir yeri
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рукописи, багатство, багато
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shumtë, mjaft, shumë, një shumë, shumë më, shume
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
много, доста, много по, множество
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шмат, досьщь, многа
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rikkalikult, rikkalik, palju, on palju, paljud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brojnim, obilje, mnoštva, mnogo, dosta, mnogi, mnoštvo, brojne, izobilje, mnogobrojnim, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
margir, a, fyrir, á, er, að
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
plures
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daugybė, daugelis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
daudz
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
многу, на многу, голем број, голем
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suficient, o mulțime, mult, multe, o multime, foarte mult
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mnogi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
moc, veľa, mnoho, množstvo, mnohé, mnohých

Στατιστικά δημοτικότητας: πολλοί

Τυχαίες λέξεις