Пломбировать στα ελληνικά
Μετάφραση: пломбировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράμα, βούλα, φώκια, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις
- антраша στα ελληνικά - entrechat
- безындукционный στα ελληνικά - μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
- булочка στα ελληνικά - κύλινδρος, μπισκότο, ψωμάκι, κότσος, κυλώ, κουλουράκι, κουλούρι, ...
- быстросменяемый στα ελληνικά - Πακέτο Ταχείας, βαθείας, στο Πακέτο Ταχείας, βαθύψυκτου, προσκρού- ουν
Τυχαίες λέξεις
Пломбировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράμα, βούλα, φώκια, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: πράμα, βούλα, φώκια, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης