Побивать στα ελληνικά

Μετάφραση: побивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, νικώ, δέρνω, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
Побивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буянить στα ελληνικά - συμπλέκομαι, πληθώρα, ταραχή, όργιο, κακοί τρόποι, καυγάδων
  • вручную στα ελληνικά - χειροκίνητα, το χέρι, με το χέρι, μη αυτόματο τρόπο, με μη αυτόματο τρόπο
  • глумиться στα ελληνικά - περιγελώ, χλευάζω, λοιδορία, σαρκάζω, λοιδορώ, πλαστός, κοροϊδεύω, ...
  • ежедневный στα ελληνικά - καθημερινός, ασήμαντος, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
Τυχαίες λέξεις
Побивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, νικώ, δέρνω, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει