Побрякать στα ελληνικά

Μετάφραση: побрякать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραντάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, pobryakat
Побрякать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абстрагировать στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
  • балансир στα ελληνικά - ζυγαριά, ισοζύγιο, δοκός, ισορροπία, καδρόνι, αχτίδα, αναπηδώ, ...
  • гранильщик στα ελληνικά - λιθοχαράκτης, λιθόγλυφος, επιγραμματικό, επεξεργαστής πολύτιμων λίθων, λακωνικά
  • драгоценность στα ελληνικά - τιμή, κοσμήματα, κόσμημα, εκτιμώ, αξία, πετράδι, στολίδι, ...
Τυχαίες λέξεις
Побрякать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραντάζω, κροταλίζω, κουδουνίζω, pobryakat