Поверять στα ελληνικά
Μετάφραση: поверять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, αναχαιτίζω, ανασκοπώ, επαληθεύω, ανασκόπηση, καρέ, ανακόπτω, αναθεωρώ, ελέγχω, κριτική, εμπιστεύομαι, εμπιστευθεί, εμπιστευτούν, εμπιστευτεί, εκμυστηρευτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- висюлька στα ελληνικά - αναπηδώ, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό
- встряска στα ελληνικά - σάλος, σαλεύω, κρούση, κραδασμός, κουνώ, σοκ, αναταραχή, ...
- вышеупомянутый στα ελληνικά - προαναφερθείς, προαναφερθείσα, προαναφερθείσες, προαναφερθέντα, προαναφερθέν
- голодный στα ελληνικά - πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
Τυχαίες λέξεις
Поверять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, αναχαιτίζω, ανασκοπώ, επαληθεύω, ανασκόπηση, καρέ, ανακόπτω, αναθεωρώ, ελέγχω, κριτική, εμπιστεύομαι, εμπιστευθεί, εμπιστευτούν, εμπιστευτεί, εκμυστηρευτεί
Μεταφράσεις: σταματώ, αναχαιτίζω, ανασκοπώ, επαληθεύω, ανασκόπηση, καρέ, ανακόπτω, αναθεωρώ, ελέγχω, κριτική, εμπιστεύομαι, εμπιστευθεί, εμπιστευτούν, εμπιστευτεί, εκμυστηρευτεί