Λέξη: αποσβολώνω

Συνώνυμα: αποσβολώνω

ζαλίζω, καταπλήσσω, σαστίζω, θέτω εις αμηχανία

Μεταφράσεις: αποσβολώνω

αποσβολώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
astound, daze, nonplus

αποσβολώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asombrar, pasmar, aturdimiento, Daze, aturdido, deslumbramiento, aturdida

αποσβολώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Benommenheit, Betäubung, betäuben, benommen

αποσβολώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stupéfier, renverser, épater, éberluer, étonner, ébahir, étourdir, stupéfaction, Daze, état second, hébété

αποσβολώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbalordire, stordimento, daze, stupore, intontimento, stato di intontimento

αποσβολώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torpor, ofuscação, Daze, do Daze, Daze da

αποσβολώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdoving, bedwelming, bedwelmen, roes, daze

αποσβολώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поразить, удивлять, поражать, дивить, изумить, удивить, впечатлять, изумлять, изумление, Daze, оцепенении, чаду, ошеломление

αποσβολώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
daze, ørske, døs, forvirringstilstand, fortumlet

αποσβολώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dvala, dimma, daze, bedövar, bedöva

αποσβολώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yllättää, huumata, pyörryksissä, Daze, hetkissä, huumaus

αποσβολώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
døs, daze, fortumlet, rundtosset

αποσβολώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohromit, omámení, Daze, slída, oslnit

αποσβολώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaskoczyć, zadziwiać, zdumiewać, oszołomienie, Daze, odurzać, oszałamiać, odurzenie

αποσβολώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kábulat, kábultan, daze, kábulatban, kábít

αποσβολώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaşkınlık, Daze, sersemletmek, afallatmak, büyülemek

αποσβολώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дивувати, вразити, вражати, здивувати, вразьте, здивування, подив, здивувався, здивувалися

αποσβολώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çudit, çudis, çudi, shushat, habis

αποσβολώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замайвам, замаяност, замаян, зашеметен, замаяна

αποσβολώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здзіўленне, захапленне, зьдзіўленьне, здзівіўся, подзіву

αποσβολώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hämmastama, rabama, juhmus, hämmastus, uimastus, uim, juhmistumine

αποσβολώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaprepastiti, zapanjiti, preneraziti, ošamućenost, omama, zablještati, zaprepaštenje, sjajan kamen

αποσβολώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Daze

αποσβολώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apstulbti, pritrenkimas, apstulbimas, Oszołomić, Apmulsuma

αποσβολώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apstulbināt, Daze, apmulsuma, apmulsināt, apstulbums

αποσβολώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дремев, зашеметен, замаен, и дремев

αποσβολώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uluire, uluit, daze, amețit, transă

αποσβολώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ohromit, Omama, daze, Zablještati

αποσβολώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
omámenie, narkóza, omámení, omámenia, narkóze
Τυχαίες λέξεις