Повлечь στα ελληνικά
Μετάφραση: повлечь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπός, μπλέκω, φέρνω, περιλαμβάνω, προκαλώ, εμπλέκω, αιτία, εμπλέκομαι, συνεπάγομαι, προξενώ, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выкрашивать στα ελληνικά - βάφω, vykrashivat
- герметизировать στα ελληνικά - πίεση, συμπυκνώνουν, υπό πίεση, ασκήσει πίεση, τη συμπίεση
- дежурить στα ελληνικά - φρουρά, ρολόι, βλέπω, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
- дельфин στα ελληνικά - δελφίνι, Dolphin, δελφινιών, δελφίνια, των δελφινιών
Τυχαίες λέξεις
Повлечь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπός, μπλέκω, φέρνω, περιλαμβάνω, προκαλώ, εμπλέκω, αιτία, εμπλέκομαι, συνεπάγομαι, προξενώ, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Μεταφράσεις: σκοπός, μπλέκω, φέρνω, περιλαμβάνω, προκαλώ, εμπλέκω, αιτία, εμπλέκομαι, συνεπάγομαι, προξενώ, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος