Поганить στα ελληνικά
Μετάφραση: поганить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λερώνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, μαγαρίζω, μολύνουν, ρυπαίνουν, μολύνει, ρυπαίνει, ρύπανση
Μεταφράσεις
- бельгия στα ελληνικά - Βέλγιο, Βελγίου, το Βέλγιο, στο βέλγιο, του Βελγίου
- ваучер στα ελληνικά - κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή
- всепоглощающий στα ελληνικά - συναρπαστικό, συναρπαστική, engrossing, συναρπαστικές, στο γεγονός της τελειοποιήσεως
- голословный στα ελληνικά - άδειος, τσίτσιδος, γυμνός, γυμνό, γυμνή, γυμνού, γυμνά
Τυχαίες λέξεις
Поганить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λερώνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, μαγαρίζω, μολύνουν, ρυπαίνουν, μολύνει, ρυπαίνει, ρύπανση
Μεταφράσεις: λερώνω, βεβηλώνω, κηλιδώνω, μαγαρίζω, μολύνουν, ρυπαίνουν, μολύνει, ρυπαίνει, ρύπανση