Подвивать στα ελληνικά
Μετάφραση: подвивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπούκλα, κατσαρώνω, podvivat
![Подвивать στα ελληνικά Подвивать στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-26800.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспристрастие στα ελληνικά - αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, η αμεροληψία
- бормотание στα ελληνικά - ψιττακίζω, μουρμουρίζω, φλυαρώ, ασυναρτησίες, κελαρύζω
- девчушка στα ελληνικά - girlie, κοριτσάκι, για κορίτσια, κοριτσίστικη
- дурашливый στα ελληνικά - παιχνιδιάρικος, χαζός, εύθυμος, κουτός, ανόητος, ανόητο, ανόητη, ...
Τυχαίες λέξεις
Подвивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπούκλα, κατσαρώνω, podvivat
Μεταφράσεις: μπούκλα, κατσαρώνω, podvivat