Подвивать στα ελληνικά

Μετάφραση: подвивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπούκλα, κατσαρώνω, podvivat
Подвивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспристрастие στα ελληνικά - αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, η αμεροληψία
  • бормотание στα ελληνικά - ψιττακίζω, μουρμουρίζω, φλυαρώ, ασυναρτησίες, κελαρύζω
  • девчушка στα ελληνικά - girlie, κοριτσάκι, για κορίτσια, κοριτσίστικη
  • дурашливый στα ελληνικά - παιχνιδιάρικος, χαζός, εύθυμος, κουτός, ανόητος, ανόητο, ανόητη, ...
Τυχαίες λέξεις
Подвивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπούκλα, κατσαρώνω, podvivat